- βους
- ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η)βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι)(αρχ. -μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» — βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζωαρχ.βοῡς, η1. δέρμα βοδιού, ασπίδα2. μητέρα3. ονομασία ψαριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λ. βους ανάγεται σε ινδοευρ. τ. ονομαστικής gwōu-s (> *βωύς > βους) με βράχυνση του μακρού φωνήεντος μπροστά από ημίφωνο και σύμφωνοπρβλ. και αιτ. *gwō-m > βων (αιτ. που απαντά στη δωρική διάλεκτο και την Ιλιάδα, πιθ. και μυκηναϊκό qoo). Η άποψη ότι οι Ινδοευρωπαίοι είχαν δανειστεί τη λ. από τους Σουμέριους (πρβλ. σουμερ. gu, *gud «ταύρος, βόδι») αίρεται από την πολύπλοκη και αρχαιότατη μορφολογία του ινδοευρ. τύπου. Η ελληνική λ. βους συνδέεται επίσης σημασιολογικά και μορφολογικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών πρβλ. αρχ. ινδ. gauh (αιτ. gᾱm, γεν. πληθ. gavām), καθώς και αρμ. kov (θέμα u-) «αγελάδα», αρχ. ιρλ. bό «αγελάδα», αρχ. άνω γερμ. chuo, τοχαρ. Α΄ ko, ki, B΄ keu «αγελάδα», λεττ. guous «αγελάδα», αρχ. σλαβ. gov-e- do «βόδι». Το λατ. bos είναι δάνειο από την Οσκοουμβρική. Το νεοελλ. βόδι < μσν. βόδιν < αρχ. βοίδιον, υποκορ. του βους, ομοίως και το βόιδι < αρχ. βοίδιον, ενώ ο τ. βούδι < αρχ. βούδιον, υποκορ. επίσης του βους. Στον Όμηρο και στην Ιωνική-Αττική η λ. χρησιμοποιείται είτε ως θηλυκό (η βους) είτε ως αρσενικό (ο βους) για να δηλώσει το γένος αυτών των ζώων χωρίς ιδιαίτερη διάκριση του φύλου. Τέλος, σε ελάχιστες περιπτώσεις η λ. βους απαντά με τη σημ. «ασπίδα» ή ως ονομασία ψαριού.ΠΑΡ. βοώδηςαρχ.βόειος, βοεύς, βοιδάριον, βοίδιον, βοώτηςμσν.βοώνεοελλ.βοδινός, βοϊδήσιος.ΣΥΝΘ. βοειδής, Βουκεφάλας, βουκέφαλος, βουστάσιο(ν), βούτυρο(ν), βούφθαλμο(ν)αρχ.βοάγριον, βόαγρος, βόαυλος, βοηλάτης, βοόγληνος, βοοδμητήρ, βοοζύγιον, βοόκλεψ, βοόκραιρος, βοοκτασία, βοορραίστης, βοοσκόπος, βοοσσόος, βοόστασις, βοοσφαγία, βοοτρόφος, βουβόσιον, βούβοτος, βουγενής, βουδόκος, βουδόρος, βουζύγης, βουθερής, βουθόρος, βούθυτος, βουκέντης, βούκεντρον, βούκερως, βούμυκοι, βουνόμος, βούπαλις, βουπάμων, βουπελάτης, βουπλήξ, βουποίμην, βουπομπός, βουπόρος, βούπρῳρος, βούσταθμον, βούσταθμος, βούστασις, βουστρόφος, βουσφαγώ, βουτρόφος, βουτύπος, βουφάγος, βουφόνος, βουφορβός, βούφορτος, βουχανδής, βούχιλος, βοώνης, βοώπις(αρχ. -μσν.) βοοκλόπος, βούγλωσσος, βουθοίνης, βούστροφοςμσν.βοοσχήμων, βοόφθαλμος, βουθρέμμων, βούπαπαςμσν.- νεοελλ.βοϊδόνευρο(ν), βούνευρο(ν)νεοελλ.βοϊδάμαξα, βοϊδολάτης, βοϊδομάτης, βουποδίζω, βουστάτης].
Dictionary of Greek. 2013.